startwars

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Ο Peter "Hooky" Hook επιστρέφει



O «Hooky» έγινε γνωστός ως μπασίστας των Joy Division και των New Order αλλά όλα δείχνουν ότι ακόμη και μετά τη διάλυση τους, δεν έχει καμιά διάθεση να θέσει τέλος στην περιπετειώδη σχέση του με τη μουσική.


Από τη Σοφία Ιγνατίδου


Η νοσταλγία στη μουσική μπορεί να γίνει τόσο δυνατή που μπορεί μέχρι και νεκρούς να αναστήσει. Το θρυλικό κλαμπ Hacienda μπορεί να έκλεισε το ’97 αλλά όσα διαδραματίστηκαν πίσω από τις πόρτες του έδωσαν τροφή σε ταινίες χρόνια μετά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την «24 Hour Party People». Ο Τόνι Ουίλσον, πρόσωπο-κλειδί στη μυθολογία του «Madchester» αφού λειτούργησε ως μάνατζερ του κλαμπ, της δισκογραφικής Factory, των Joy Division και της μετεξέλιξης της μπάντας -μετά τον χαμό του Ίαν Κέρτις- ως New Order, κάποτε είχε πει σχολιάζοντας την εν λόγω ταινία, ότι «η μυθοπλασία είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από την πραγματικότητα». «Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν θα συμφωνήσω», μου λέει ο Πίτερ Χουκ. Κατά τα λεγόμενα του, το βιβλίο “The Hacienda: How Not To Run A Club” που κυκλοφόρησε ο ίδιος πρόσφατα παρουσιάζει τη δική του, πιο ρεαλιστική αν και υποκειμενική ματιά στα γεγονότα. Φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που θα διαφωνήσει με τον αείμνηστο Ουίλσον, οι οικονομικοί χειρισμοί του οποίου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο κλείσιμο τόσο του Hacienda όσο και της Factory. Ο Χουκ ομολογεί ότι έμαθε πολλά από την ανάμειξη του στη διαχείριση του κλαμπ και ότι παρά τις πολλές διαφωνίες τους, σέβεται τον «Mr. Manchester», ως προσωπικότητα. «Αυτό που έκανε τον Ουίλσον να ξεχωρίζει από τους συναδέλφους του στη μουσική βιομηχανία ήταν η τόλμη, το πάθος του και η ακλόνητη θέληση του». Δεν διστάζει να ομολογήσει ότι λάθη έκανε και εκείνος. «Yπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία μετανιώνω χωρίς να μπορώ να πω ότι μαθαίνω πάντα από τα λάθη μου». Πάντως όταν ήρθε η ώρα, απέφυγε να κάνει άλλο ένα. «Μια στιγμή που δεν συμβιβάστηκα και δεν το μετάνιωσα ποτέ, ήταν η στιγμή που διέλυσα τους New Order». Ως μέλος δύο από τα πιο σημαντικά συγκροτήματα της rock μουσικής, ο «Xoύκι», έχει μια αν τη τι άλλο αξιοσέβαστη άποψη για το τι μπορεί να ενώσει και τι μπορεί να διαλύσει μια μπάντα. «Η απάντηση και στα δύο είναι η ίδια: το χρήμα». Κυνικό; Μα, φυσικά. «Η μουσική βιομηχανία φταίει γι’αυτό» μου εξομολογείται. Από την οποία εντούτοις, ο Χούκ αρνείται πεισματικά να βγει, αφού πέρα από το βιβλίο του, πρόσφατα άνοιξε και το δικό του κλαμπ στο Μάντσεστερ στα παλιά γραφεία της Factory Records, ενώ σύντομα θα κυκλοφορήσει και ένα άλμπουμ με supergroup Freebass που σχημάτισε με τον Άντι Ρουρκ των Smiths και τον Μάνι των Stone Roses. H συνάντηση των «γιγάντων» του μπάσου προέκυψε «ένα μεθυσμένο απόγευμα που περάσαμε μαζί με τα παιδιά στο Heaton Moor πριν από πέντε χρόνια» μου εξηγεί ο Χουκ. «Είναι κάτι που ετοιμάζαμε εδώ και καιρό. Το νέο υλικό θα μπορούσες να πεις ότι είναι ένας συνδυασμός New Order, Joy Division, Stone Roses και Smiths, με τον Γκάρι Μπριγκς στα φωνητικά. Και τα τρία μπάσα παίζουν μόνο σε μερικά κομμάτια και έχουμε αλλάξει αρκετά πράγματα ώστε δεν παίζουμε όλη την ώρα όλοι μαζί». Τα σχέδια του σχετικά με το κλαμπ Factory πάντως, είναι αρκετά απλά. «Σκοπεύω να το απολαύσω και να το χρησιμοποιήσω για την προώθηση νέας μουσικής και καλλιτεχνών». Στις 20 Μαρτίου θα τον δούμε στη θέση του Dj στο Rodeo, όπου μας υπόσχεται κομμάτια από το 1977 μέχρι και σήμερα. Πως νιώθει άραγε όταν βλέπει την επίδραση που έχει το «Blue Monday» σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τη σύλληψη του; «Εξακολουθώ να νιώθω κολακευμένος», δηλώνει ένας μπασίστας που κάποτε δεν είχε διστάσει να χαρακτηρίσει τους Djs «γελοίους μαλάκες». «Μα φυσικά. Γι’αυτό όταν έγινα και εγώ ένας, ταίριαξα απόλυτα».

O Peter Hook εμφανίζεται στις 20 Μαρτίου στο Rodeo (Χέϋδεν 34, Στάση ΗΣΑΠ Πλ. Βικτωρίας, τηλ.: 210-88 14 702). Το βιβλίο «The Hacienda: How Not To Run A Club» θα διατίθεται για πρώτη φορά επί ελληνικού εδάφους στο πλαίσιο του event.

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Η υπερπροστατευτική ελληνική οικογένεια αποκτά την ακραία εκδοχή της στη νέα ταινία του Λάνθιμου.








Η ταινία του Λάνθιμου δεν έχει τόπο, ούτε χρόνο. Κανείς δεν μαθαίνει ποτέ τα ονόματα των μελών της οικογένειας που αποτελούν τους πρωταγωνιστές της, ενώ φυσικά δεν δίνεται κανένα στοιχείο ούτε για το έκτο μέλος που έχει δραπετεύσει. Και αυτή ακριβώς η άγνοια είναι που μεγεθύνει το μέγεθος του κενού που οδηγεί τις κινήσεις των θυμάτων μιας αυταρχικής αν όχι παρανοϊκής αντίληψης για την ανατροφή των παιδιών. Αλλά οι χαρακτήρες που υποδύονται η Αγγελική Παπούλια, η Μαίρη Τσώνη και ο Χρήστος Πασσαλής δεν είναι πλέον παιδιά. Ακόμη και το ευρύχωρο σπίτι τους ίσως δεν απέχει πολύ από μια φυλακή, αφού στην άκρη του κήπου, λίγο πέρα από την πισίνα υπάρχει ένας ψηλός φράχτης που δεν έχουν περάσει ποτέ. Ένας φράχτης που φοβούνται αλλά ταυτόχρονα αιχμαλωτίζει το βλέμμα τους.
Δεν ξέρω αν ο Κυνόδοντας είναι τόσο ένα σχόλιο πάνω στο μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, καθότι βασικός λόγος διάλυσης της είναι συνήθως η γονική απουσία και όχι η «διαφθορά» των νεότερων μελών από μια μολυσματική κοινωνία. Είναι πάντως μια εύστοχη μελέτη πάνω στις επιπτώσεις της στέρησης μιας στοιχειώδους κοινωνικοποίησης. Χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο – μοναδική επισκέπτης του σπιτιού για την κάλυψη των σεξουαλικών αναγκών του υιού είναι η Χριστίνα – τα «παιδιά» παρουσιάζουν μια μορφή συναισθηματικής αναπηρίας. Κοιτάνε και αγγίζουν τον κόσμο γύρω τους σαν να μη καταλαβαίνουν τι αντιπροσωπεύει. Η απόσταση αυτή βλέπεις ότι υπάρχει και μεταξύ τους, μέχρι που οι άνθρωποι-μαριονέτες αποφασίζουν να τραβήξουν τα δεσμά τους και να πλησιάσουν στα όρια. Εκεί που ακόμη και ο πόνος είναι καλύτερος από την απάθεια και ένα ουρλιαχτό καλύτερο από τη σιωπή.
Το βραβείο που κέρδισε ο «Κυνόδοντας» δεν είναι καθόλου τυχαίο, γιατί είναι μια ταινία που βασίζεται σε τρεις από τους πιο ταλαντούχους νέους Έλληνες ηθοποιούς, στο σενάριο ενός σκηνοθέτη που έχει αρχίσει ήδη και απασχολεί τη διεθνή σκηνή του κινηματογράφου και σε μια ομάδα που τελικά βλέπεις ότι «έδεσε» πολύ καλά. Χωρίς εφέ, χωρίς μπαναλιτέ ελληνικής καθημερινότητας και κυρίως με μια ατμόσφαιρα που απεμπολεί τη σοβαροφάνεια, ο ελληνικός κινηματογράφος μίλησε για μια ακόμη φορά σε ένα παγκόσμιο κοινό.




Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009